λαχάνοις

λαχάνοις
λάχανον
garden-herbs: neut dat pl

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαχάνοις — λάχανον garden herbs neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόρχορος — (Corchorus). Γένος τροπικών ποών ή, σπανιότερα, μικρών θάμνων της οικογένειας των τιλιιδών. Πρόκειται για φυτό με μεγάλα, αντίθετα, οδοντωτά και έμμισχα φύλλα· τα άνθη του είναι μικρά, έμμισχα και κίτρινα, με πέντε πέταλα. Ο κ. είναι αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • συνοδεύω — ΝΜΑ [ὁδεύω] 1. βαδίζω μαζί με κάποιον, διανύω απόσταση μαζί με κάποιον, συμπορεύομαι (α. «μαζί να συνοδέψου», Ερωτόκρ. β. «οἱ δὲ ἄνδρες οἱ συνοδεύοντες αὐτῷ εἱστήκεσαν ἐνεοί», ΚΔ γ. «οἱ δὲ φίλοι συνώδευον ἵπποις χρώμενοι», Πλούτ.) 2. (το παθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”